Για πολλούς εργαζόμενους, η καφετέρια είναι το νέο γραφείο.
Με τον όρο «ψηφιακός νομάς» εννοούμε τον εργαζόμενο που μπορεί να δουλεύει 100% από απόσταση, με μόνα του «εργαλεία» ένα λάπτοπ και μια σύνδεση στο internet. Έτσι, οι «digital nomads» μπορούν να εργάζονται από οπουδήποτε στον κόσμο, είτε ταξιδεύοντας είτε έχοντας κάποια σταθερή βάση. Οι περισσότεροι επιλέγουν χώρες με θερμότερο κλίμα και καλύτερη ποιότητα ζωής ή χώρες στις οποίες θα έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, ενώ οι θέσεις εργασίας τους είναι συνήθως βασισμένες σε χώρες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερο εισόδημα. Τα τυπικά επαγγέλματα που απευθύνονται σε ψηφιακούς νομάδες αφορούν τον προγραμματισμό Η/Υ, το marketing, την παραγωγή περιεχομένου, design κλπ. Παρόλο που ο όρος δεν είναι καινούριος, η πανδημία του Covid-19, που έτσι και αλλιώς επαναδιαμόρφωσε ριζικά την αγορά εργασίας, γιγάντωσε το «κίνημα» των νομάδων, καθώς οι σχετικοί έργαζόμενοι διπλασιάστηκαν μέσα σε 2 χρόνια, και η πορεία είναι συνεχώς ανοδική. Πολλές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) έχουν θεσπίσει ειδικούς κανονισμούς (Digital Nomad Visas) που βοηθούν την εγκατάσταση και την νόμιμη εργασία των περιπλανώμενων εργαζόμενων στο έδαφος τους.
Πώς σχετίζεται με όλη αυτή την αναδυομένη κουλτούρα ο καφές; Είτε το πιστεύει κανείς είτε όχι, ο καφές και κυρίως οι καφετέριες είναι βασικό στοιχείο αυτού του «οικοσυσυστήματος» και καθρεπτίζει τα νέα εργασιακά ήθη που έχουν διαμορφωθεί.
Καφές και digital nomads: η επανακάλυψη μιας παλιάς συνήθειας
Τα καφενεία ήταν παλαιότερα άμεσα συνυφασμένα με τον κόσμο της εργασίας. Διάφορα επαγγέλματα επέλεγαν το καφενείο σαν χώρο δημιουργίας (με πιο χαρακτηριστικά, τους συγγραφείς και τους δημοσιογράφους) ενώ ακόμα και για τον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας, το καφενείο ήταν η «πιάτσα» αναζήτησης μεροκάματου. Αυτή η παλιά και εν πολλοίς ξεχασμένη συνήθεια, φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο με την σχέση που έχουν αναπτύξει οι digital nomads με τον καφέ.
Αν κάποιος ρίξει μια ματιά στην αρθρογραφία που σχετίζεται με το φαινόμενο του ψηφιακού νομαδισμού, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι συνοδευτικές φωτογραφίες απεικονίζουν άντρες ή γυναίκες, μπροστά σε ένα λάπτοπ, σε μια καφετέρια. Καθώς η απομακρυσμένη εργασία συνεπάγεται μιας κάποιας μορφής κοινωνική απομόνωση, όλο και περισσότεροι εξ αποστάσεως εργαζόμενοι επιλέγουν σαν χώρο εργασίας την καφετέρια της γειτονιάς τους και όχι το δωμάτιο τους, σε σημείο αυτός ο τρόπος εργασίας να γίνει το σύμβολο μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Αρκετοί σημειώνουν ότι το περιβάλλον της καφετέριας boostάρει τη δημιουργικότητα, σε αντίθεση με τις περισπάσεις που βρίσκονται στο εντελώς απομωνομένο περιβάλλον του σπιτιού, ενώ άλλοι επενδύουν στον relaxed, laid back χαρακτήρα που υπόσχεται αυτό το lifestyle, βρίσκοντας στην εργασία στην καφετέρια το σύμβολο μιας πιο ανέμελης ισορροπίας μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής. Ακόμα, κάποιοι ελαχιστοποιούν τα έξοδά τους, χρησιμοποιώντας τη σύνδεση στο internet που παρέχει η καφετέρια ή κανονίζουν το ωράριο τους ακόμα πιο αποτελεσματικό.
Φυσικά, οι ίδιες οι επιχειρήσεις εστίασης έσπευσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ήδη στην Αθήνα υπάρχουν καφετέριες που διαφημίζονται ως «φιλικές προς τους ψηφιακούς νομάδες». Αυτό πρακτικά σημαίνει ήσυχο περιβάλλον, δυνατότητα μερικής απομόνωσης, καλή σύνδεση στο internet, άνετα τραπέζια ή πάγκους και ενίοτε, μενού προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις αυτής της κοινότητας.
Δεν είναι λοιπόν ο καφές αυτός καθ’ αυτός που συνδέεται με την κουλτούρα των digital nomads, όσο η κοινωνική του χροιά. Αν και είναι σίγουρο ότι πολλοί από τους ψηφιακούς εργαζόμενους θα βασίζονται (και) στον καφέ για την αύξηση της συγκέντρωσης και της παραγωγικότητας τους, αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι η καφετέρια ως ανοιχτός χώρος, κάπου ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, που μετατρέπεται στο «γραφείο» του εργαζόμενου της νέας εποχής.
Πόσο αλλάζει την εστίαση η επέλαση των Digital Nomads;
Φυσικά, δεν είναι πάντα όλα τόσο ρόδινα όσο φαίνονται με την πρώτη ματιά και κυρίως, δεν είναι όλο τόσο ρόδινα για όλους. Όπως κάθε αλλαγή, έτσι και η χρήση της καφετέριας ως workplace κρύβει μια σειρά από προκλήσεις.
Οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, ειδικά σε πόλεις υπερκορεσμένες από νομάδες, όπως η Βαρκελώνη ή η Μαδρίτη, υποστηρίζουν ότι το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο πια για τις επιχειρήσεις, καθώς ένας εργαζόμενος μπορεί να δεσμεύσει μια θέση στον πάγκο ή και ένα τραπέζι για 6 – 8 ώρες, με συνολική κατανάλωση ενός καφέ ή ενός ροφήματος. Ακόμα, ο μετασχηματισμός των επιχειρήσεων εστίασης προκειμένου να είναι αρεστές σε αυτή την πελατεία συνήθως έρχεται μαζί με το συνολικό φαινόμενο «αστικού εξευγενισμού» μιας γειτονιάς, όπου τα παραδοσιακά της στοιχεία παραγκωνίζονται, προκειμένου να γίνει ελκυστική στους τουρίστες ή στους νέους κατοίκους. Ένα παλιό καφενείο που ήταν στέκι ηλικιωμένων, ή μια καφετέρια που μάζευε τον φασαριόζικο εφηβόκοσμο μιας γειτονιάς, μπορεί να δώσει τη θέση της σε μια clean-cut καφετέρια για ψηφιακούς νομάδες, με τις τιμές να παίρνουν την ανιούσα, κάτι που οδηγεί και σε άλλες αλλαγές σε ολόκληρη τη συνοικία.
Φυσικά, ακόμα και ο ίδιος ο καφές μετασχηματίζεται βάσει αυτών των αλλαγών. Εισαγωγή συνηθειών από άλλες χώρες, trendy ροφήματα, υιοθέτηση των τελευταίων τάσεων στο χώρο του καφέ διαμορφώνουν ένα πεδίο συνεχών αλλαγών, που λαμβάνουν χώρα πλέον σαφώς ταχύτερα από ό,τι στο παρελθόν.
Εκεί που κάποτε καθόταν ένας δημοσιογράφος καθαρογράφοντας το «λαβράκι» του ή ένας ποιητής σκαρώνοντας στίχους, τώρα ένας Ολλανδός προγραμματιστής γράφει κώδικα για μια γερμανική εταιρεία – και οι τρεις τους, μπροστά σε μια κούπα καφέ!
>