Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί κάθε λάτρη του καφέ, είναι η πραγματική περιεκτικότητα σε καφεΐνη των ροφημάτων που προτιμά, αλλά και πόσους καφέδες μπορεί να απολαύσει μέσα στην ημέρα. Μια επιστημονική μελέτη από την Αυστραλία προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.
Όσοι αγαπάμε να απολαμβάνουμε τον καφέ μας αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, συχνά αναρωτιόμαστε για την ποσότητα της καφεΐνης που καταναλώνουμε καθημερινά. Ενώ ο καφές είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη για υγεία, η δραστική ουσία που περιλαμβάνει, η καφεΐνη, πρέπει να καταναλώνεται με μέτρο και παρουσιάζει αντενδείξεις σε περίπτωση υπερκατανάλωσης. Οι γιατροί συνιστούν ότι η ημερήσια πρόσληψη καφεΐνης δεν πρέπει να ξεπερνά τα 400mg, ενώ κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και του θηλασμού η ποσότητα αυτή μειώνεται στο μισό (και πάντοτε ακολουθώντας τις συμβουλές του θεράποντος ιατρού). Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και σε μεγαλύτερη δόση, η καφεΐνη δεν προκαλεί δηλητηρίαση ή εθισμό, όπως ισχυρίζεται η σχετική παραφιλολογία, και προκαλεί προβλήματα μόνο σε ανθρώπους με ιστορικό ευαισθησίας στην ουσία, ωστόσο, η υπερκατανάλωσή της είναι καλό να αποφεύγεται.
Ο υπολογισμός της καφεΐνης μπορεί να γίνει ιδιαίτερα δύσκολος, αφενός γιατί είναι δύσκολος ο προσδιορισμός της ακριβούς ποσότητας που περιλαμβάνεται σε κάθε ρόφημα, και αφετέρου γιατί εκτός από τον καφέ, η καφεϊνη περιλαμβάνεται και σε ένα πλήθος άλλων τροφών, όπως η μαύρη σοκολάτα και το τσάι, σε μικρότερες συνήθως δόσεις. Ακόμα, πολλοί καταναλωτές τείνουν να συνδυάζουν την πικρή γεύση ενός καφέ με την αυξημένη παρουσία καφεΐνης, κάτι που σε γενικές γραμμές δεν ισχύει : η πικρή, «δυνατή» γεύση ενός καφέ οφείλεται κατά κύριο λόγo στο βαθμό του καβουρδίσματος του, που έχει μόνο αμελητέα επίδραση στην περιεκτικότητα σε καφεΐνη, ενώ η προσθήκη ζάχαρης και η αλλοίωση της γεύσης του καφέ μπορεί να μπερδέψει ακόμα περισσότερο.
Το Πανεπιστήμιο του Νιουκαστλ της Αυστραλίας ανέλαβε τη διεξαγωγή μιας σχετικής έρευνας για λογαριασμό μεγάλης αυστραλιανής αλυσίδας καφέ, προκειμένου να διασαφηνίσει την περιεκτικότητα σε καφεΐνη των δημοφιλέστερων καφέδων της Αυστραλιανής αγοράς. Λαμβάνοντας υπόψη το συνηθισμένο μέγεθος σερβιρίσματος του κάθε καφέ, οι Αυστραλοί ερευνητές κατέληξαν στην συνιστώμενη κατανάλωση ανά ημέρα για κάθε ρόφημα – υπολογισμένη πάντοτε για ενήλικες χωρίς προβλήματα υγείας.
Μια ματιά στα αποτελέσματα της έρευνας αρκεί για να αντιληφθεί την καθοριστική σημασία που παίζει η εκχύλιση για την παρουσία της καφεϊνης σε κάθε ρόφημα. Μια μερίδα εσπρέσο έχει το μισό μέγεθος σε σχέση με το συνηθισμένο σερβίρισμα Cold Brew αλλά οι δυο καφέδες έχουν σχεδόν την ίδια περιεκτικότητα σε καφεΐνη, κάτι που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην μέθοδο εκχύλισης. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και αν συγκρίνουμε τις δυο παρασκευές του εσπρέσο : ο αυθεντικός εσπρέσο, που έχει ετοιμαστεί στη σχετική μηχανή, έχει σχεδόν διπλάσια περιεκτικότητα σε καφεΐνη από έναν αντίστοιχο εσπρέσο που έχει ετοιμαστεί σε μπρίκι «μόκα». Αντίθετα, ο καφές φίλτρου έχει σχεδόν την ίδια καφεΐνη με έναν καφέ που έχει ετοιμαστεί με την μέθοδο “pour-over” αφού η διαδικασία της εκχύλισης παραμένει, ουσιαστικά, ίδια – αυτό που αλλάζει είναι το μέγεθος της μερίδας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα είναι προσαρμοσμένα στην κουλτούρα του καφέ που κυριαρχεί στην Αυστραλία και η εφαρμογή τους στην ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, με κυριότερο πρόβλημα την απουσία δημοφιλών για την ελληνική αγορά καφέδων, όπως είναι ο ελληνικός καφές ή και ο στιγμιαίος – φραπέ. Ακόμα, πέραν της εκχύλισης, σημαντικό ρόλο για την συνολική ποσότητα καφεΐνης παίζει και η σύσταση του χαρμανιού, καθώς οι κόκκοι της ποικιλίας Robusta έχουν σημαντικά περισσότερη καφεΐνη από τους αντίστοιχους κόκκους Arabica.
Το μόνο σίγουρο είναι πως μπορούμε να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τον καφέ μας άφοβα. Η λελογισμένη κατανάλωση καφέ, εκτός από απολαυστική, είναι κι ευεργετική για τον οργανισμό μας, και εντελώς ακίνδυνη! Όπως κάθε τι ευχάριστο, έτσι και η κατανάλωση καφέ πρέπει να έχει συγκεκριμένα όρια, προκειμένου να παραμένει απολαυστική.